- Σποράδες
- Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά μήκος της μικρασιατικής ακτής νησιά εκτός της Δωδεκανήσου, θρακικές Σ. τα νησιά κοντά στη θρακική ακτή, θεσσαλικές ή Βόρειες Σ. η συστάδα Α της χερσονήσου της Μαγνησίας και της βόρειας Εύβοιας και Νότιες Σ. τα Δωδεκάνησα. Από τις ονομασίες αυτές σήμερα διατηρείται μόνο η ονομασία Βόρειες Σ. ή απλά Σ., που περιλαμβάνει τα νησιά Σκιάθο, Σκόπελο, Αλόννησο, Περιστέρα, Κυρά Παναγιά, Γλώσσα, Γιούρα, Ψαθούρα και νοτιότερα τη Σκύρο και πλήθος, ακατοίκητα τα περισσότερα νησάκια. Διοικητικά οι Σ. υπάγονται στον νομό Μαγνησίας και η Σκύρος στο νομό Εύβοιας.
Οι Σ. είναι τα ψηλότερα τμήματα ενιαίας με τη χερσόνησο της Μαγνησίας χέρσου, που καταβυθίστηκε ύστερα από ρήγμα.
Η Σκιάθος (Σκίαθος) (48 τ. χλμ.), που χωρίζεται από το ακρωτήριο Σηπιάς της Μαγνησίας με δίαυλο πλάτους 3,5 χλμ. περίπου, αποτελείται από ασβεστολιθικά και κρυσταλλοπαγή εδάφη με ψηλότερη κορυφή το Σταυρό (424 μ.) και καλύπτεται κατά 70% από δάση πεύκων κυρίως.
Η Σκόπελος (96 τ. χλμ.) χωρίζεται από τη Σκιάθο με δίαυλο πλάτους 8 χλμ., έχει κυρίως ιζηματογενή και κρυσταλλικά πετρώματα (ψηλότερη κορυφή Δέλφι, 680 μ.) και καλύπτεται κατά 80% από πεύκα.
Η Αλόννησος (65 τ. χλμ.) καλύπτεται λίγο από πεύκα στο νότιο τμήμα και από ελιές στο βόρειο.
Η Σκύρος, η μεγαλύτερη από τις Σ. (210 τ. χλμ.), είναι περισσότερο ορεινή (Κόχυλας, 792 μ.), με πολυσχιδείς ακτές κυρίως προς τα Δ, όπου σχηματίζονται οι όρμοι Καλογριάς, Πεύκου, Αγίου Νικόλαου και Τριστόμου. Στη δυτική ακτή βρίσκεται και το λιμάνι του νησιού Λιναριά. Η Σκύρος, εκτός από τη λαϊκή της τέχνη, είναι φημισμένη για τα μικρότερα άλογά της, τα μαρμαρά της και τα ζωοκομικά προϊόντα της.
Λαϊκή τέχνη. Η λαϊκή τέχνη των Σ. εκπροσωπείται κυρίως από τη σκυριανή χειροτεχνία. Αντίθετα προς ό,τι συμβαίνει σε άλλα αιγαιοπελαγίτικα νησιά, ο σκυριανός πληθυσμός παράμεινε περισσότερο γεωργικός και ποιμενικός, παρά θαλασσινός. Αυτό συντέλεσε στο να μείνει πιστός στις παραδόσεις του νησιού του και να δημιουργήσει έναν ιδιότυπο λαϊκό πολιτισμό, που βρήκε την έκφραση του στις ποικίλες μορφές της σκυριανής λαϊκής τέχνης, ιδιαίτερα στην αρχιτεκτονική, στην ξυλογλυπτική, στην υφαντουργία, στην κεντητική και στην κεραμική.
Το σπίτι. Το σκυριανό σπίτι ανήκει στον τύπο της λεγόμενης αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής. Εξωτερικά είναι ορθογώνια οικοδομή, με κυβιστική διάταξη των ασβεστωμένων τοίχων και επίπεδη στέγη, στρωμένη με σκούρο χρώμα, τη μελάγκα, που βρίσκεται σε διάφορα σημεία του νησιού. Εσωτερικά αποτελείται από ένα μεγάλο στενόμακρο δωμάτιο, που μ’ ένα ξύλινο χώρισμα, τον μπουλμέ, χωρίζεται σε δύο άνισα μέρη. Το μεγαλύτερο και χαμηλότερο αποτελεί το καθαυτό σπίτι, θα λέγαμε το καθιστικό. Εκεί χτίζεται το τζάκι, η φουγού, είτε σε μια γωνιά, όταν έχει το χαρακτηριστικό σκυριανό ημικυλινδρικό σχήμα, είτε, σπανιότερα, στη μέση του τοίχου, όταν είναι η λεγόμενη κουμιώτικη φουγού, με τετράγωνη βάση, τετραγωνικό άνοιγμα και χτιστές παραστάδες δεξιά κι αριστερά. Το ψηλότερο, ως δύο μέτρα, τμήμα του δωματίου χωρίζεται σε δύο πατώματα. Το επάνω αποτελεί το σοφά, είδος ανοιχτού εξώστη με χαμηλό προστατευτικό κιγκλίδωμα και ξύλινη σκάλα για το ανέβασμα, που χρησιμεύει ως υπνοδωμάτιο. Ο κάτω χώρος, ο λεγόμενος αποκρέβατος, περιλαμβάνει την αποθήκη και το μαγειριό. Χαρακτηριστικός είναι ο εσωτερικός διάκοσμος του σκυριανού σπιτιού, με κάθε λογής πιατικά, μπακίρια και φαρφουριά, που αραδιάζονται σε επάλληλες σειρές, σε ράφια ολόγυρα στους τοίχους και πάνω από τη φουγού.
Η ξυλογλυπτική. Η ύπαρξη άλλοτε άφθονης ξυλείας στο νησί συνετέλεσε στην ανάπτυξη μιας ιδιότυπης σκυριανής ξυλοτεχνίας και ξυλογλυπτικής που εφαρμόστηκε άφθονα στον διάκοσμο σκυριανού σπιτιού, για ν’ αποτελέσει ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του στοιχεία. Έτσι, ξύλινα και με ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις γίνονται η πόρτα και το ξώπορτο (μισή εξωτερική πόρτα που μένει κλαστή, όταν η κυρίως πόρτα είναι ανοιχτή για να μπαίνει το φως), το καγκελωτό μπαλκόνι με τα φουρούσια του, ο μπουλμές με το κιγκλίδωμα και τις κολονίτσες του σοφά, τα ράφια των τοίχων και του τζακιού και τέλος τα διάφορα κινητά έπιπλα του σκυριανού σπιτιού. Από τα τελευταία τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα γνωστά, χαμηλά με ψάθινο κάθισμα καρεκλάκια και οι ξυλόγλυπτες κασέλες ιδιαίτερα συνηθισμένες στα νησιώτικα σπίτια, όπου δεν υπάρχουν μεγάλα ερμάρια για τη φύλαξη του ρουχισμού. Η σκυριανή κασέλα είναι δύο ειδών: το μεγάλο σεντούκι, η μαρνέρα, που προορίζεται για το ρουχισμό, και η καναβέτα, μικρή κασέλα, με εσωτερικά χωρίσματα, όπου τοποθετούσαν τις μπουκάλες με το ρακί και τα άλλα διάφορα ποτά του σπιτιού.
Τα υφαντά. Τα παλιότερα χρόνια οι σκυριανές νοικοκυρές ύφαιναν με τα χέρια τους όλων των ειδών τα υφάσματα, που χρησίμευαν για την κατασκευή του οικιακού ρουχισμού. Χοντρά βαμβακερά υφαντά για καραβόπανα, τσουβάλια ή τσουπιά για να στύβουν το λάδι, ψήφα (ειδικό ψαθωτό ύφασμα) για τα γιλέκα των τσοπάνηδων και σοκόφια για τις τσοπάνικες φορεσιές. Τα χαρακτηριστικότερα όμως έργα της σκυριανής υφαντικής είναι τα κεντητά στον αργαλειό υφαντά. Τα περισσότερα απ’ αυτά συνδέονται άμεσα όχι μόνο με τις ανάγκες, αλλά και με τις συνήθειες του σκυριανού λαού κι έχουν καθορισμένη θέση στον στολισμό του σπιτιού ή κρατούν καθιερωμένο ρόλο στα διάφορα έθιμα του τόπου. Τα κυριότερα διάκοσμα σκυριανά υφαντά είναι οι τορβάδες και τα ζωνάρια των τσοπάνηδων, τα νυφικά στρωματσόπανα με τα πολύχρωμα υφαντά πλουμίδια, τα ταβλομάντηλα ή ψωμομάντηλα, στενόμακρες βαμβακερές πετσέτες με γερανιά ενυφασμένη διακόσμηση στις άκρες, που στρώνονται επάνω στα σεντούκια, σκεπάζουν τη σκάφη με τα ψωμιά, και τέλος τα βαγιόλια, πεσκήρια με πολύχρωμο υφαντό διάκοσμο, που χρησιμοποιούνται σε πένθιμες αλλά και σε χαρμόσυνες τελετές, για να σκεπάζουν την προσφορά στα μνημόσυνα ή το πανέρι με τα δώρα της νύφης στο γάμο.
Τα κεντήματα. Η κεντητική είναι η χαρακτηριστικότερη σκυριανή χειροτεχνία και χρησιμοποιείται στη διακόσμηση τόσο του οικιακού ρουχισμού όσο και των εξαρτημάτων της σκυριανής φορεσιάς. Εκείνο που χαρακτηρίζει τα σκυριανά κεντήματα είναι η ποικιλία των θεμάτων και των χρωματισμών και η λεπτότητα των υλικών. Για τα κεντήματα που προορίζονταν για τον στολισμό του σπιτιού, σεντόνια, μαχραμάδες, κεφαλάρια, προσκεφαλάδες, τον παλιό καιρό (τέλος 18ου και αρχές 19ου αι.) χρησιμοποιούσαν χειροποίητα λεπτοϋφασμένα μεταξωτά, λινά ή βαμβακερά και μεταξωτές κλωστές σε λαμπρούς χρωματισμούς, που έμειναν αναλλοίωτοι χάρη στη φυτική προέλευσή τους. Από την άποψη της τεχνικής, τα σκυριανά κεντήματα, όπως και όλα γενικά τα ελληνικά κεντήματα της εποχής αυτής, διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: στα λεγόμενα γραφτά και στα ξομπλιαστά. Στα πρώτα προηγείται σχεδίαση του θέματος πάνω στο ύφασμα και ακολουθεί το κέντημα στο τελάρο, με τις διάφορες ιδιότυπες σκυριανές βελονιές, που μιμούνται τις βελονιές της χρυσοκεντητικής. Με τον τρόπο αυτό είναι εκτελεσμένα τα κεντήματα που προορίζονται για το στολισμό του σπιτιού. Το ξομπλιαστό κέντημα είναι μετρητό, δηλαδή το διακοσμητικό μοτίβο σχηματίζεται με το μέτρημα των βελονιών και συνηθίζεται κυρίως στον ποδόγυρο των ποκαμίσων της γυναικείας φορεσιάς. Το καλό σκυριανό ποκάμισο, από τα πιο χαρακτηριστικά εξαρτήματα των τοπικών ελληνικών ενδυμασιών, ράβεται με δύο ειδών ύφασμα: πράσινο ή κρεμεζί μεταξωτό για το πανωκόρμι, με χρυσό κέντημα και χρυσή δαντέλα στα μανίκια και στην τραχειλιά, και άσπρο βαμβακερό για τη σκούτα, δηλαδή τη φούστα, που κεντιέται με πολύχρωμα μετάξια και με γραφτές ή ξομπλιαστές βελονιές. Τα θέματα που συνηθίζονται στα χρωματιστά αυτά κεντήματα της Σκύρου, τόσο του σπιτιού, όσο και της φορεσιάς, είναι οι ξούνες (γυναικείες ολόσωμες φιγούρες) οι καδήδες (άντρες με πολύπλοκες φανταστικές φορεσιές), τα καράβια, τα τρεχαντήρια, οι γουλέτες, οι γοργόνες, τα λιοντάρια, οι σκολόπεντρες (σαρανταποδαρούσες), οι πετεινοί και κυρίως διάφορα φυτικά μοτίβα σε διάφορες παραλλαγές, οι λαλέδες, οι γλάστρες και τα κλαδιά. Είναι τόση η αγάπη της σκυριανής κεντήστρας για το νατουραλιστικό στοιχείο, ώστε πολλές φορές ανθοποιούνται ακόμα και τα αντικείμενα ή οι ανθρώπινες και ζωϊκές μορφές (οι λαλέδες και τα κλαδιά είναι τα συνηθισμένα θέματα και για τα χρυσά κεντήματα των μανικιών στα ποκάμισα της γυναικείας σκυριανής φορεσιάς). Εκτός από τα πολύχρωμα ή χρυσά κεντήματα, η σκυριανή χειροτεχνία περιλαμβάνει μια ακόμα χαρακτηριστική κατηγορία κεντητικής, που είναι η αρατζιδέλα και τα λευκά κεντήματα τα λεγόμενα αναχυτά. Η πρώτη είναι είδος λεπτής δαντέλας πλεγμένης με τη βελόνα. Παριστάνει συνήθως καράβια, δράκοντες, γλάστρες ή ελάφια και χρησιμοποιείται για να στολίσει, σε όλο της το μήκος, τη ράχη των μανικιών του λευκού, μεταξωτού ποκάμισου της τσοπάνικης φορεσιάς. Το αναχυτό είναι ανάμειξη του λευκού, φουσκωτού και τρυπητού κεντήματος και συνηθίζεται σε πετσέτες, μαξιλάρια και σε διάφορα άλλα είδη του οικιακού ρουχισμού.
Η φορεσιά. Από την άποψη της φορεσιάς οι Σ. διασώζουν τρεις χαρακτηριστικές ποικιλίες: τη σκυριανή, τη σκοπελίτικη και τη σκιαθίτικη. Η σκυριανή περιλαμβάνει αντρικό και γυναικείο τύπο, ενώ οι άλλες περιορίζονται στο γυναικείο.
Η σκυριανή αντρική φορεσιά ονομάζεται τσοπάνικη, αν και φοριόταν αδιάκριτα από όλο τον αντρικό πληθυσμό του νησιού και είναι μια από τις παραλλαγές της νησιώτικης βράκας. Βασικά της εξαρτήματα είναι το πολύπτυχο βρακί, από σκούρο γαλάζιο, βαμβακερό, αδιαβροχοποιημένο ύφασμα, το λευκό μεταξωτό ποκάμισο με μακριά και πλατιά μανίκια, στολισμένα σε ολόκληρο το μήκος τους με λεπτοπλεγμένη αρατζιδέλα, και το γιανελί, είδος λευκού, σταυρωτού γιλέκου, στολισμένο με χρυσοκεντήματα και μικρές φούντες. Τη φορεσιά συμπληρώνουν το λευκό υφαντό ζουνάρι για τη μέση, το γερανιό, σταμπωτό μαντήλι του κεφαλιού, στολισμένο ολόγυρα με πολύχρωμη μπιμπίλα, οι αμπαδόκαλτσες, περικνημίδες, από λευκό μάλλινο ύφασμα, και τα τροχάδια, είδος πέδιλων με λουριά. Η γυναικεία σκυριανή φορεσιά παρουσιάζει δύο παραλλαγές: μια απλούστερη καθημερινή και μια πολυτελέστερη, που είναι συγχρόνως νυφική και γιορτινή. Η δεύτερη ονομάζεται χρυσή για τον πλούσιο χρυσοκεντημένο και χρυσοϋφασμένο διάκοσμο της. Βασικά της εξαρτήματα είναι το καλό ποκάμισο με τα χρυσοκεντημένα μανίκια, ο καπχάς, πολύπτυχο φόρεμα με εφαρμοστό πανωκόρμι, από μεταξωτή χρυσοΰφαντη στόφα, και η γούνα, κοντός ως τη μέση αχειρίδωτος επενδύτης, από την ίδια πολύτιμη στόφα του φορέματος ή και από διαφορετική. Στη μέση φοριέται χρυσοΰφαντη ζώνη με αργυρή ή φιλντισένια πόρπη, τα κλειδωτάρια. Την ιδιότυπη κεφαλοδεσιά αποτελούν τέσσερα διαφορετικά απανωτά μαντήλια, από τα οποία το εξωτερικό, ο φτας, είναι το μεγαλύτερο και σκεπάζει όλα τα άλλα. Γίνεται από βαμβακομέταξο μπλε και κόκκινο υφαντό και στις επισημότερες περιπτώσεις στολίζεται μ’ ένα επιμετώπιο κυκλικό χρυσοκέντημα, το φεγγάρι. Την ίδια ποικιλία παρουσιάζει και η υπόδηση της Σκυριανής. Πάνω από τις λευκές, χειροποίητες, βαμβακερές κάλτσες, φοριούνται τα τερλίτσια, είδος παντούφλας από τσόχα, με πλούσια χρυσοκεντήματα, και πάνω από τα τερλίτσια οι κουντούρες, εξωτερικά χωρίς φτέρνες υποδήματα, από χρυσοκεντημένο βελούδο.
Η σκοπελίτικη καλή φορεσιά ονομάζεται φστάνα, από το πλατύτατο πλισεδωτό αχειρίδωτο φόρεμα. Οι λεπτές, πυκνές πτυχές του αρχίζουν πάνω από το στήθος και στηρίζεται στους ώμους με δύο λεπτές ταινίες. Είναι το χαρακτηριστικότερο εξάρτημα της σκοπελίτικης φορεσιάς. Ραμμένο από τις ίδιες τις Σκοπελίτισσες με μαύρο ατλαζωτό ύφασμα, στολίζεται στον ποδόγυρο με πλατύτατο κέντημα, που παριστάνει πολύχρωμες γλάστρες με λουλούδια σε επάλληλες σειρές. Το εξωτερικό αυτό φόρεμα, ενισχυμένο με απανωτά, εσωτερικά μιτοφόρια, γίνεται τόσο φουντωτό, που μοιάζει με καμπάνα. Άλλα βασικά εξαρτήματα της φορεσιάς είναι το ανατουράλι, κοντό, λευκό, μεταξωτό μισοφόρι, με μακριά και πλατιά χρυσοκέντητα μανίκια, το μπαμπουκλί, ιδιότυπος πολύ κοντός και εφαρμοστός επενδύτης με μανίκια από βυσσινί βελούδο, η κολαΐνα, είδος μικρής χρυσοκεντημένης τραχηλιάς, και ο πολύπλοκος στολισμός της κεφαλής, που αποτελείται από διάφορα κομμάτια, φεσάκι, χρυσά κορδόνια και τιρτίρια, που τυλίγονται σαν στεφάνι γύρω από το μέτωπο και λευκή μαντήλα από αραχνοΰφαντο μεταξωτό, δαντέλα ή τούλι.
Η σκιαθίτικη τέλος φορεσιά αποτελεί απλουστευμένη παραλλαγή της σκοπελίτικης, με το ίδιο κωδωνόσχημο πλισεδωτό φόρεμα, που στον ποδόγυρο, αντί κεντήματος, έχει για στολισμό επιρραμμένη, χρυσοΰφαντη ταινία. Βλ. λ. Αλόννησος, Σκιάθος, Σκόπελος, Σκύρος.
Μερική άποψη της Σκιάθου.
Κεντήματα των Σποράδων. Αναχυτό και αρατζιδέλα.
Η ξυλογλυπτική είναι βασικός τομέας της λαϊκής τέχνης της Σκύρου. Στη φωτογραφία, μια σκυριανή κασέλα.
Κεντημένο σεντόνι.
Η κεντητική είναι η χαρακτηριστικότερη χειροτεχνία της Σκύρου. Στη φωτογραφία, ένας τσαλαπετεινός, συνηθισμένο μοτίβο της σκυριανής κεντητικής.
Άποψη του κόλπου του Πανόρμου στη Σκόπελο (φωτ. ΑΠΕ).
Αεροφωτογραφία της Αλοννήσου.
Σκυριανό κεραμικό αγγείο κοσμημένο (Μουσείο Ελλην. Λαϊκής Τέχνης, Αθήνα).
Ο εσωτερικός διάκοσμος του σκυριανού σπιτιού, με τα αραδιασμένα σε σειρές μπακίρια, πιατικά κ.ά., είναι από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του.
Δωμάτιο σε σκυριανό σπίτι.
Βυζαντινό ναυάγιο του 12ου αι. στις Βόρειες Σποράδες.
* * *οι, ΝΜΑβλ. σποράς.
Dictionary of Greek. 2013.